- Εὐπόλεμος
- Εὐπόλεμοςgood at warmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐπόλεμος — good at war masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπόλεμος — (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Αρχιτέκτονας από το Άργος. Όταν το 420 π.Χ. περίπου, καταστράφηκε από πυρκαγιά το Ηραίον του Άργους εξαιτίας αμέλειας της ιέρειας Χρυσηίδας, ο Ε. οικοδόμησε κοντά στα ερείπιά του ναό δωρικού ρυθμού, με γλυπτές μετόπες και… … Dictionary of Greek
εὐπολέμως — εὐπόλεμος good at war adverbial εὐπόλεμος good at war masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπόλεμον — εὐπόλεμος good at war masc/fem acc sg εὐπόλεμος good at war neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπολεμωτάτου — εὐπόλεμος good at war masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐπολέμοιο — Εὐπόλεμος good at war masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπολέμοιο — εὐπόλεμος good at war masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐπολέμοις — Εὐπόλεμος good at war masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπολέμοις — εὐπόλεμος good at war masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐπολέμου — Εὐπόλεμος good at war masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)